σιδηρομεταλλουργία

σιδηρομεταλλουργία
η, Ν
1. το σύνολο τών βιομηχανικών εργασιών που γίνονται με σκοπό την παραγωγή ακατέργαστων ή ημικατεργασμένων προϊόντων τού σιδήρου με επεξεργασία τών μεταλλευμάτων του
2. η βιομηχανική μονάδα που παράγει τέτοια προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + μεταλλουργία (< μεταλλουργός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρομεταλλουργία — η βιομηχανία που ασχολείται με την εξαγωγή του σιδήρου από τα σιδηρομεταλλεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιδηροβιομηχανία — η, Ν 1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων 2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων 3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία 4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”